Διαβάζοντας εχθές το βράδυ στο in.gr το παρακάτω άρθρο:
Η Ύπατη Αρμοστία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες εκτιμά ότι περίπου 1.200 άνθρωποι που έχουν φύγει από τη Λιβύη ενδέχεται να έχουν χαθεί στη Μεσόγειο ενώ κάνει λόγο για μαρτυρίες περί άρνησης στρατιωτικών πλοίων να προσφέρουν βοήθεια σε σκάφος με μετανάστες.
Περίπου 12 χιλιάδες πολίτες έφτασαν στην Ιταλία ή την Μάλτα και θεωρούμε ότι τουλάχιστον άλλοι 1.200 έχουν πεθάνει ή αγνοούνται στη θάλασσα», ανέφερε σε συνέντευξη Τύπου η Μελίσα Φλέμινγκ η εκπρόσωπος της Ύπατης Αρμοστίας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες.
Πρόσθεσε δε ότι σύμφωνα με μαρτυρίες επιζώντων ή μελών των οικογενειών μεταναστών, τουλάχιστον 800 άτομα έχουν χαθεί από τα μέσα Μαρτίου, έως τώρα, διασχίζοντας με πλοιάρια τη Μεσόγειο.Μου ήρθε στο μυαλό ενας πίνακας του Theodore Gericault με τίτλο "
Το Ναυάγιο της Μέδουσας".
Παρακάτω σας παραθέτω τον πίνακα, και ενα σχετικό άρθρο, που εξηγεί την ιστορία του πίνακα και του ναυαγίου, απο το
http://serratiam.blogspot.com/2009/05/blog-post_13.htmlΤο ναυάγιο της γαλλικής φρεγάτας Μέδουσα, στα ανοιχτά της ακτής της Μαυρυτανίας στις 5 Ιουλίου του 1816, ήταν ένα σκάνδαλο για την εποχή του. Ο άπειρος καπετάνιος της φρεγάτας, Viscount Hugues Duroy de Chaumereys που είχε να κυβερνήσει πλοίο πάνω από μια εικοσαετία, προσκείμενος στην πρόσφατα απεκατεστημένη γαλλική μοναρχία, θεωρήθηκε τουλάχιστον ανίκανος.
Η φρεγάτα με τους 400 επιβάτες δεν έφτασε ποτέ στη Σενεγάλη και ο 27 χρονος ζωγράφος Gericault, οπαδός του ρομαντισμού, βρήκε στο τραγικό αυτό γεγονός το σύγχρονο θέμα που θα τον έκανε διάσημο και μαζί κατάφερε να κάνει και ένα ισχυρό πολιτικό σχόλιο για την ανικανότητα του παλαιού καθεστώτος.
Τα όσα έζησαν οι ναυαγοί 13 ολόκληρες ημέρες πάνω στην προχειροφτιαγμένη σχεδία και το πως ζούσε και δούλευε ο ίδιος ο Gericault τον ένα χρόνο που κράτησε η κατασκευή του πίνακα είναι
κάτι που ξεπερνά τα ανθρώπινα όρια και αγγίζει την τρέλα.
Το λιγότερο 176 άνθρωποι επιβιβάστηκαν στη σχεδία, από τους οποίους κατάφεραν να επιζήσουν μόλις οι 15 παλεύοντας με την πείνα, την αφυδάτωση, την ανταρσία, την απειλή του κανιβαλισμού και την τρέλα. Για να κρατηθούν στη ζωή είχαν μαζί τους μόνο μια σακούλα γαλέτες, που φυσικά σώθηκαν την πρώτη μέρα, λίγο κρασί και δύο φλασκιά νερό που χύθηκε πάνω σε ένα καυγά.
Όσο για τον Gericault, αποφάσισε να ερευνήσει το θέμα του σε βάθος. Γι αυτό το λόγο μετέφερε το στούντιο του απέναντι από το νοσοκομείο Βeaujon, το οποίο επισκεπτόταν συχνά για να ζωγραφίζει τα πρόσωπα των μελλοθανάτων. Ήταν επίσης συχνός επισκέπτης του νεκροτομείου έχοντας εμμονή με το χρώμα και την υφή της σήψης και την ακαμψία της νεκρής σάρκας. Πήρε επίσης καθοριστικές για το ύφος του πίνακα συνεντεύξεις από δύο επιζήσαντες του ναυαγίου, τον Henri Savigny και τον Alexandre Correard. Δούλευε απόλυτα ήρεμος πίσω από κλειδωμένες πόρτες, συχνά με πυρετό, και έφτασε μέχρι του σημείου να κατασκευάσει με τη βοήθεια του μαραγκού Lavillette, ένα ακριβές μοντέλο της ίδιας της σχεδίας μέσα στο εργαστήριο του.
Ο πίνακας εκτέθηκε για πρώτη φορά το 1819 στο Παρίσι με τους κριτικούς διχασμένους ανάμεσα στον έπαινο και την αποστροφή. Ο πίνακας ικανοποίησε τους επιζήσαντες Savigny και Correard, και ενίσχησε τον αντιμπεριαλιστικό τους αγώνα. Η απόφαση του Gericault να τοποθετήσει ως κεντρική φιγούρα στον πίνακα τη μορφή ενός μαύρου άνδρα, καταθέτωντας με αυτό τον τρόπο την αντίθεση του στο θεσμό της δουλείας, θεωρήθηκε αμφιλεγόμενη, αν και η έκθεση του πίνακα στο Λονδίνο συνέπεσε με διαδηλώσεις υπέρ της κατάργησης της.